- ἐπωκής
- ἐπωκ-ής, ές,A somewhat sharp or acid, in [comp] Comp.,
φακῆ ἑφθὴ -εστέρη τῷ ὄξει Hp.Int.21
(v.l.), cf.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φακῆ ἑφθὴ -εστέρη τῷ ὄξει Hp.Int.21
(v.l.), cf.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επωκής — ἐπωκής, ές (Α) ο κάπως ξινός («φακῆ ἑφθὴ ἐπωκεστέρη τῷ ὄξει», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωκής (< ηκή «οξύτητα, αιχμηρότητα»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας ηκ ] … Dictionary of Greek
ἐπωκεστέρη — ἐπωκής somewhat sharp fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωκεστέρην — ἐπωκής somewhat sharp fem acc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωκεστέρῃ — ἐπωκής somewhat sharp fem dat comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωκύνω — ἐπωκύνω (Α) [επωκής] καθιστώ κάτι οξύτερο … Dictionary of Greek